- πολυφυλετικός
- -ή, -ό, Νβιολ. αυτός που κατάγεται από περισσότερους τού ενός προγονικούς τύπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyphyletic < πολύφυλος + κατάλ. -ετικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek